- ὑδρεντεροκήλη
- ὑδρ-εντεροκήλη, ἡ,A hernia complicated with hydrocele, Gal. 19.448.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑδρεντεροκήλη — hernia complicated with hydrocele fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρεντεροκήλη — ἡ, Α μορφή υδροκήλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἐντεροκήλη] … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek